- χρεωστῶ
- χρεωστέωto be in debtpres subj act 1st sg (attic epic doric)χρεωστέωto be in debtpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρεωστώ — χρεωστῶ, έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης νεοελλ. 1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («τού χρωστάω τα πάντα») 2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» έχει μεγάλο χρέος,… … Dictionary of Greek
χρεωστώ — και χρωστώ και χρωστάω 1. είμαι χρεώστης, έχω χρέος, οφείλω: Χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του. 2. έχω καθήκον, έχω υποχρέωση. 3. φρ., «Xρωστάει της Μιχαλούς», είναι τρελός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχρεώστητος — η, ο (Μ ἀχρεώστητος, ον) [χρεωστώ] Ι. (για ποσό χρηματικό ή τόκους) αυτός που δεν χρωστιέται, που δεν οφείλεται II. επίρρ. φρ. «αχρεωστήτως ληφθέντα» που δόθηκαν χωρίς να τα δικαιούται αυτός που τα πήρε … Dictionary of Greek
διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… … Dictionary of Greek
κεχρεωστημένως — (Α) επίρρ. επαξίως, κατ αξίαν, όπως αξίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρεωστημένος (μτχ. τού παρακμ. κεχρεώστημαι < χρεωστῶ «οφείλω»] … Dictionary of Greek
προσχρεωστώ — έω, Α χρεωστώ επί πλέον … Dictionary of Greek
χρεώστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χρεωστῶ] χρέος, οφειλή … Dictionary of Greek
χρεώστησις — ήσεως, ἡ, Α [χρεωστῶ] (κατά τον Ησύχ.) χρέος, οφειλή … Dictionary of Greek
χρωστώ — και ασυναίρ. τ. χρωστάω Ν βλ. χρεωστώ … Dictionary of Greek
ευγνωμοσύνη — η 1. αναγνώριση του καλού που μας έγινε. 2. ευχαριστία, εκδήλωση ευχαριστίας: Χρεωστώ ευγνωμοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)